Ενα σΥντομο ιστορικο της εξελιξης της ψυχοσωματικης
Η σύνδεση μεταξύ της ψυχικής και της σωματικής υγείας είναι κάτι το οποίο κάθε άνθρωπος σε περιόδους υγείας και σε περιόδους ασθένειας, βιώνει άλλοτε με περισσότερη επίγνωση, άλλοτε διαισθητικά ή και ασυνείδητα, μέσα από την ατομική εμπειρία που αποκτά στην διάρκεια της ζωής του. Το ερώτημα της ψυχοσωματικής, όπως αντίστοιχα της σχέσης σώματος και ψυχισμού, έχει τεθεί και εξετασθεί από το σύνολο των πολιτισμών, όπως επίσης συνδέεται, ή θα λέγαμε ταυτίζεται, με την ιστορία και την εξέλιξη της ιατρικής. Ο Πλάτωνας στον "Χαρμίδη", ανέφερε ότι για κάθε άνθρωπο, η αφετηρία όλων των δεινών και όλων των καλών του σώματος, ευρίσκεται στην ψυχή. Ανάλογες ήταν οι διαγνωστικές και θεραπευτικές προτροπές του Ιπποκράτη ή του Ασκληπειού. Στα ιερά του Αμφιάραου, εφαρμοζόταν η θεραπευτική μέθοδος της εγκοίμησης, κατά την οποία ένας σωματικά ασθενής εκαλείτο να κοιμηθεί στον ιερό χώρο του εγκοιμητηρίου και κατά την διάρκεια του ύπνου να ονειρευθεί ένα "αποκαλυτικό" όνειρο. Η ερμηνεία του ονείρου θεωρείτο ότι αποκάλυπτε τους λόγους και την φύση της πάθησης, επιτρέποντας την θεραπεία της. Επίσης, μορφές προσέγγισης και σύνδεσης ψυχικής και σωματικής υγείας, συναντάμε στον ισλαμικό πολιτισμό του μεσαίωνα. Ως όρος διατυπώνεται πρώτη φορά από τον Heinroth (1918).
Η ψυχοσωματική σκέψη γύρω από την υγεία και την ασθένεια εκφράσθηκε μέσα από πολλές διαφορετικές απόψεις, επηρεαζόμενες από φιλοσοφικά και κοινωνικά ρεύματα και βεβαίως την τεχνολογική και επιστημονική εξέλιξη. Η αναφορά στην ψυχική κατάσταση σε σχέση με την σωματική υγεία καθορίστηκε αρχικά από την απουσία επαρκών επιστημονικών γνώσεων, και στην πορεία από την ύπαρξη πολλαπλών ευρημάτων και παρατηρήσεων γύρω από τους ψυχικούς και τους βιολογικούς μηχανισμούς που συνθέτουν της σωματοψυχική οντότητα.
Απόρροια αυτών των πολυεπίπεδων προσεγγίσεων και γνώσεων είναι η δημιουργία διαφόρων θεωρητικών και κλινικών θεραπευτικών ρευμάτων της ψυχοσωματικής. Θα σημειώσουμε ότι αφετηρία όλων των μετέπειτα προσεγγίσεων ψυχοσωματικής, ήταν η ψυχανάλυση. Δημιουργήθηκαν δυο χρονικά παράλληλα ρεύματα (την δεκαετία του 1940-1950), στην Γαλλία με την λεγόμενη Σχολή των Παρισίων και πρωτοπόρο τον Pierre Marty, και στις ΗΠΑ, με την Σχολή του Σικάγου και της ψυχοσωματικής ιατρικής, με πρωτοπόρους τον Franz Alexander και την Helen Dunbar. Οι λόγοι για τους οποίους η ψυχοσωματική αναζήτησε εξ αρχής στην ψυχανάλυση ένα έδαφος και ένα βασικό πλαίσιο σκέψης, έχουν να κάνουν με την δυνατότητα διερεύνησης των διεργασιών οργάνωσης αλλά και αποδιοργάνωσης μεταξύ ψυχισμού και σώματος, μέσα στην θεραπευτική - μεταβιβαστική σχέση της ψυχαναλυτικής κλινικής, και την αντίστοιχη αποτύπωση αυτών των μηχανισμών στην ψυχαναλυτική θεωρία. Η εξέλιξη της ιατρικής, των επιστημών, της ψυχοπαθολογίας αλλά και της ίδιας της ψυχανάλυσης, απέφερε πολλά νέα δεδομένα στο ευρύτερο πεδίο της παθολογίας, σωματικής και ψυχικής. Ο τρόπος με τον οποίο ορίζεται στην ψυχοπαθολογική, την ιατρική και την σύγχρονη νευροεπιστημονική βιβλιογραφία η έννοια και το πεδίο της ψυχοσωματικής, αντανακλά τις αντίστοιχες θεωρητικές και κλινικές - θεραπευτικές διαφοροποιήσεις.
Η ψυχοσωματική σκέψη γύρω από την υγεία και την ασθένεια εκφράσθηκε μέσα από πολλές διαφορετικές απόψεις, επηρεαζόμενες από φιλοσοφικά και κοινωνικά ρεύματα και βεβαίως την τεχνολογική και επιστημονική εξέλιξη. Η αναφορά στην ψυχική κατάσταση σε σχέση με την σωματική υγεία καθορίστηκε αρχικά από την απουσία επαρκών επιστημονικών γνώσεων, και στην πορεία από την ύπαρξη πολλαπλών ευρημάτων και παρατηρήσεων γύρω από τους ψυχικούς και τους βιολογικούς μηχανισμούς που συνθέτουν της σωματοψυχική οντότητα.
Απόρροια αυτών των πολυεπίπεδων προσεγγίσεων και γνώσεων είναι η δημιουργία διαφόρων θεωρητικών και κλινικών θεραπευτικών ρευμάτων της ψυχοσωματικής. Θα σημειώσουμε ότι αφετηρία όλων των μετέπειτα προσεγγίσεων ψυχοσωματικής, ήταν η ψυχανάλυση. Δημιουργήθηκαν δυο χρονικά παράλληλα ρεύματα (την δεκαετία του 1940-1950), στην Γαλλία με την λεγόμενη Σχολή των Παρισίων και πρωτοπόρο τον Pierre Marty, και στις ΗΠΑ, με την Σχολή του Σικάγου και της ψυχοσωματικής ιατρικής, με πρωτοπόρους τον Franz Alexander και την Helen Dunbar. Οι λόγοι για τους οποίους η ψυχοσωματική αναζήτησε εξ αρχής στην ψυχανάλυση ένα έδαφος και ένα βασικό πλαίσιο σκέψης, έχουν να κάνουν με την δυνατότητα διερεύνησης των διεργασιών οργάνωσης αλλά και αποδιοργάνωσης μεταξύ ψυχισμού και σώματος, μέσα στην θεραπευτική - μεταβιβαστική σχέση της ψυχαναλυτικής κλινικής, και την αντίστοιχη αποτύπωση αυτών των μηχανισμών στην ψυχαναλυτική θεωρία. Η εξέλιξη της ιατρικής, των επιστημών, της ψυχοπαθολογίας αλλά και της ίδιας της ψυχανάλυσης, απέφερε πολλά νέα δεδομένα στο ευρύτερο πεδίο της παθολογίας, σωματικής και ψυχικής. Ο τρόπος με τον οποίο ορίζεται στην ψυχοπαθολογική, την ιατρική και την σύγχρονη νευροεπιστημονική βιβλιογραφία η έννοια και το πεδίο της ψυχοσωματικής, αντανακλά τις αντίστοιχες θεωρητικές και κλινικές - θεραπευτικές διαφοροποιήσεις.
Ορισμοι της ψυχοσωματικης
Ως έναν βασικό ορισμό, θα λέγαμε ότι η ψυχοσωματική είναι μία μονιστική προσέγγιση στην οποία το σώμα και ο ψυχισμός νοούνται ως αλληλοεξαρτώμενες οντότητες οι οποίες συνθέτουν την συνολική ανθρώπινη οντότητα. Θα σημειώσουμε ότι πρόκειται για οντότητες, δηλαδή διακριτές μορφές που διέπονται από εσωτερικές διεργασίες, και συγχρόνως εξαρτώμενες μεταξύ τους. Ο Freud (1881) αναφέρει ότι η αλυσίδα των φυσιολογικών γεγονότων δεν παύει όταν εμφανίζεται η ψυχική ζωή, αλλά, «μετά από κάποια χρονική στιγμή, ένα νοητικό φαινόμενο αντιστοιχεί σε κάθε μέρος της αλυσίδας, ή σε πολλά μέρη». Πλέον «η ψυχική διεργασία είναι… παράλληλη με την φυσιολογική διεργασία». Θα χαρακτηρίσει την σχέση μεταξύ σωματικού και ψυχικού ως dependent concomitant, μία εξαρτώμενη συνύπαρξη ή συνακολουθία. Η Ψυχοσωματική, συνιστά επίσης το πεδίο θεωρητικής και κλινικής διερεύνησης το οποίο εμπεριέχει και συναρτά στοιχεία που αφορούν την λειτουργία του σώματος και την λειτουργία του ψυχισμού.
Οι έννοιες που περιλαμβάνει αυτός ο ορισμός της ψυχοσωματικής, η έννοια του μονισμού, των αλληλοεξαρτόμενων οντοτήτων, ή του είδους των στοιχείων που εξετάζει κάθε προσέγγιση, μπορούν να εξετασθούν και να κατανοηθούν με διαφορετικούς τρόπους και από διαφορετική οπτική γωνία. Κάθε θεωρητική και κλινική ή ταξινομητική προσέγγιση, έχει διατυπώσει συγκεκριμένες και διαφορετικές απόψεις και μεθόδους. Αυτές επικεντρώνονται, ή αναπτύσσουν την μεθοδολογία τους έχοντας ως αφετηρία στοιχεία της ψυχικής ζωής, της σωματικής λειτουργίας και των αλληλεπιδράσεων τους. Παραδείγματα αυτών των διαφοροποιήσεων είναι ο ορισμός που προτείνεται από την ψυχαναλυτική και την ιατρική ψυχοσωματική :
Η ψυχαναλυτική ψυχοσωματική ορίζεται ως η κλινική και θεωρητική διερεύνηση των ψυχικών διεργασιών και καταστάσεων που αναπτύσσονται όταν εκδηλώνονται σωματικές αποδιοργανώσεις, ή που αποτελούν το έδαφος εν δυνάμει σωματικών αποδιοργανώσεων. Η σύγχρονη ψυχαναλυτική ψυχοσωματική αποτελεί έναν τρόπο προσέγγισης και κατανόησης κάθε μορφής αποδιοργάνωσης, σωματικής ή ψυχικής. Υπό αυτή την οπτική, κάθε άνθρωπος και κάθε μορφή ψυχικής οργάνωσης, υπό ορισμένες δυσμενείς συνθήκες, είναι πιθανό να παρουσιάσει μία τάση ή την εκδήλωση σωματικών νοσημάτων και αποδιοργανώσεων. Άλλωστε η κατάσταση υγείας ορίζεται περισσότερο ως μία ατομική διαθεσιμότητα ανάκαμψης και θεραπείας από μία νόσο παρά την πλήρη απουσία νοσημάτων.
Η σύγχρονη ψυχοσωματική ιατρική (Fave et al, 2017) ορίζεται ως «ένα ευρύ διεπιστημονικό πεδίο το οποίο ασχολείται με την διάδραση βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων κατά την ρύθμιση της ισορροπίας μεταξύ υγείας και ασθένειας».
Μία βασική διαφορά μεταξύ ψυχαναλυτικής και ιατρικής ψυχοσωματικής, είναι ότι η αφετηρία της ψυχοσωματικής ιατρικής είναι η στιγμή κατά την οποία ένας ασθενής νοσεί και επιδιώκεται η μελέτη των διαφόρων παραγόντων που επιδρούν είτε πρωτογενώς είτε δευτερογενώς σε μία σωματική νόσο. Ενώ η ψυχαναλυτική ψυχοσωματική έχει ως αφετηρία την αναζήτηση της διεργασίας σωματοποίησης, ή εν δυνάμει σωματοποίησης, στην ψυχική λειτουργία του ασθενούς. Το βασικό πεδίο διερεύνησης είναι οι ψυχικές διεργασίες ή τα ελλείμματα αυτών των διεργασιών.
Οι έννοιες που περιλαμβάνει αυτός ο ορισμός της ψυχοσωματικής, η έννοια του μονισμού, των αλληλοεξαρτόμενων οντοτήτων, ή του είδους των στοιχείων που εξετάζει κάθε προσέγγιση, μπορούν να εξετασθούν και να κατανοηθούν με διαφορετικούς τρόπους και από διαφορετική οπτική γωνία. Κάθε θεωρητική και κλινική ή ταξινομητική προσέγγιση, έχει διατυπώσει συγκεκριμένες και διαφορετικές απόψεις και μεθόδους. Αυτές επικεντρώνονται, ή αναπτύσσουν την μεθοδολογία τους έχοντας ως αφετηρία στοιχεία της ψυχικής ζωής, της σωματικής λειτουργίας και των αλληλεπιδράσεων τους. Παραδείγματα αυτών των διαφοροποιήσεων είναι ο ορισμός που προτείνεται από την ψυχαναλυτική και την ιατρική ψυχοσωματική :
Η ψυχαναλυτική ψυχοσωματική ορίζεται ως η κλινική και θεωρητική διερεύνηση των ψυχικών διεργασιών και καταστάσεων που αναπτύσσονται όταν εκδηλώνονται σωματικές αποδιοργανώσεις, ή που αποτελούν το έδαφος εν δυνάμει σωματικών αποδιοργανώσεων. Η σύγχρονη ψυχαναλυτική ψυχοσωματική αποτελεί έναν τρόπο προσέγγισης και κατανόησης κάθε μορφής αποδιοργάνωσης, σωματικής ή ψυχικής. Υπό αυτή την οπτική, κάθε άνθρωπος και κάθε μορφή ψυχικής οργάνωσης, υπό ορισμένες δυσμενείς συνθήκες, είναι πιθανό να παρουσιάσει μία τάση ή την εκδήλωση σωματικών νοσημάτων και αποδιοργανώσεων. Άλλωστε η κατάσταση υγείας ορίζεται περισσότερο ως μία ατομική διαθεσιμότητα ανάκαμψης και θεραπείας από μία νόσο παρά την πλήρη απουσία νοσημάτων.
Η σύγχρονη ψυχοσωματική ιατρική (Fave et al, 2017) ορίζεται ως «ένα ευρύ διεπιστημονικό πεδίο το οποίο ασχολείται με την διάδραση βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων κατά την ρύθμιση της ισορροπίας μεταξύ υγείας και ασθένειας».
Μία βασική διαφορά μεταξύ ψυχαναλυτικής και ιατρικής ψυχοσωματικής, είναι ότι η αφετηρία της ψυχοσωματικής ιατρικής είναι η στιγμή κατά την οποία ένας ασθενής νοσεί και επιδιώκεται η μελέτη των διαφόρων παραγόντων που επιδρούν είτε πρωτογενώς είτε δευτερογενώς σε μία σωματική νόσο. Ενώ η ψυχαναλυτική ψυχοσωματική έχει ως αφετηρία την αναζήτηση της διεργασίας σωματοποίησης, ή εν δυνάμει σωματοποίησης, στην ψυχική λειτουργία του ασθενούς. Το βασικό πεδίο διερεύνησης είναι οι ψυχικές διεργασίες ή τα ελλείμματα αυτών των διεργασιών.
Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΣΩΜΑΤΙΚΗ
Η κλινική και θεωρητική προσέγγιση της γαλλικής ψυχοσωματικής σχολής αναπτύχθηκε στην βάση του έργου των Pierre Marty, Michel de M’Uzan, Christian David, και Michel Fain. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και ιδίως τις δύο επόμενες δεκαετίες, ο Marty και οι συνεργάτες του στο πλαίσιο της νοσοκομειακής κλινικής πράξης, κλήθηκαν να εξετάσουν και να υποστηρίξουν οργανικούς ασθενείς, αρχικά με κεφαλαλγίες, ραχιαλγίες και αλλεργίες. Την δεκαετία του 60 μέσα από μία σειρά παρουσιάσεων και άρθρων διατυπώθηκαν οι βασικές απόψεις και οι έννοιες που χαρακτηρίζουν την ψυχοσωματική κλινική και την ψυχοσωματική μεταψυχολογία. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και την δεκαετία του 1980, δημιουργείται το Ινστιτούτο και το Νοσοκομείο Ψυχοσωματικής στο Παρίσι, ενώ επίσης εκδίδονται τα έργα αναφοράς της ψυχοσωματικής, από τον Marty αρχικά και τους συνεχιστές του στην συνέχεια. Από το 2000 ιδρύθηκε η Διεθνής Ένωση Ψυχοσωματικής, μέλος της οποίας είναι το Ινστιτούτο Ψυχοσωματικής Αθήνας.
Οι θέσεις της θεωρίας του Marty, βασίζονται στην ψυχαναλυτική σκέψη και ιδίως στην οικονομική άποψη της ψυχικής λειτουργίας καθώς και στις ψυχαναλυτικές απόψεις για το τραύμα και την ενεστώσα νεύρωση. Συγχρόνως διαφοροποιείται σε αρκετά σημεία από την κλασική ψυχαναλυτική θεωρία προτείνοντας ορισμένες ιδιαίτερες και σημαντικές θέσεις.
Πρόκειται για θέσεις που απορρέουν από το αξίωμα ότι «ο άνθρωπος είναι εξ ορισμού ψυχοσωματικός» (Marty, 1990) και που χαρακτηρίζονται από τις απόψεις του μονισμού ψυχισμού και σώματος, της εξελικτικής προσέγγισης και του νεοβιταλισμού, θέτοντας στην βάση της σωματοψυχικής λειτουργίας μία ζωτική αρχή η οποία κινεί τις φυσικές διεργασίες της ζωής. Η εξελικτική και νεοβιταλιστική κατεύθυνση της ψυχοσωματικής του Marty, θέτει επομένως μία εξ αρχής τάση προς την εξέλιξη και μία συνεπαγόμενη τάση προοδευτικής οργάνωσης. Η δυναμική μορφή που θα προσλάβει κάθε ξεχωριστή σωματοψυχική οντότητα καθορίζεται τόσο από αυτές τις αρχικές εξελικτικές κινήσεις όσο και από τις αντίρροπες αντι-εξελικτικές ή εκφυλιστικές κινήσεις που οφείλονται στις εγγενείς ή εξωγενείς αποτυχίες της εξελικτικής πορείας, καθώς και, από τις κινήσεις αποδιοργάνωσης και παλινδρόμησης, συνθέτοντας έτσι ένα ατομικό «σύστημα αναφοράς και άμυνας» (Marty, 1976) – γύρω από τα σημεία κατάληξης των αποδιοργανωτικών κινήσεων.
Η ψυχοσωματική διερεύνηση και η ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση ασθενών με οργανικά νοσήματα, ανέδειξε την έκπτωση ή και την πλήρη απώλεια της ενδοψυχικής δυναμικής, δηλαδή υπό τους όρους της ψυχαναλυτικής μεταψυχολογίας, μία κατάρρευση της ψυχικής τοπικής. Σε αυτές τις περιπτώσεις η επικράτηση των αποδιοργανωτικών και εκφυλιστικών κινήσεων επί των κινήσεων εξέλιξης έχει ως αποτέλεσμα την επαναφορά της σωματοψυχικής οντότητας σε προηγούμενα στάδια εξέλιξης και απαρτίωσης των δομών και των λειτουργιών της, που αφορούν έως και βασικές βιολογικές λειτουργίες (όπως για παράδειγμα του ανοσοποιητικού συστήματος, ή της σπλαχνικής λειτουργίας) οι οποίες μπορεί τότε να παρουσιάσουν μόνιμες ή παροδικές βλάβες. Η εικόνα αυτής της ψυχοσωματικής αποδόμησης, μίας μορφής επομένως που χαρακτηρίζεται από ένα μικρότερο βαθμό απαρτίωσης συνοχής και συνολικής λειτουργικότητας, μπορεί να μας προτείνει μία εικόνα που υφίσταται στα αρχικά στάδια της εξέλιξης και επί των οποίων αναπτυξιακά δρουν οι αρχικές κινήσεις εξέλιξης και οργάνωσης.
Στο κλινικό επίπεδο της εξέτασης της ψυχοσωματικής λειτουργίας η μορφή στην οποία βασίσθηκε η διατύπωση των απόψεων της ψυχοσωματικής, εκφράζεται από τους όρους της χρηστικής ζωής (‘vie opératoire’), της χρηστικής σκέψης (‘pensé opératoire’) και της θεμελιώδους κατάθλιψης (‘dépression essentielle’). Η χρηστική σκέψη χαρακτηρίζεται από την καταστολή του συναισθήματος, την άρση των λιβιδινικών επενδύσεων, την υπερπροσαρμογή και την προσκόλληση στην εξωτερική πραγματικότητα, εις βάρος κάθε υποκειμενικού στοιχείου, η εμφάνιση και η έκφραση του οποίου μπορεί να προκαλέσουν μία τραυματογόνο αύξηση των ερεθισμών (Marty, 1980). Η θεμελιώδης κατάθλιψη (ο.π.). αντίθετα από τις άλλες κλινικές μορφές κατάθλιψης, χαρακτηρίζεται από μία σειρά αρνητικών συμπτωμάτων, ενώ απουσιάζει η θετική συμπτωματολογία των συναισθημάτων ενοχής, απαξίωσης ή άγχους απώλειας. Ως πρόδρομη σημειολογία εμφανίζονται κρίσεις διάχυτου (ελευθέρου) άγχους, συνήθως στην συνέχεια τραυματικών καταστάσεων οι οποίες επέφεραν μία αποδιοργάνωση του ψυχικού οργάνου. Μετά την ύφεση αυτών των τραυματικών αντιδράσεων και με την εγκατάσταση της θεμελιώδους κατάθλιψης, ακολουθεί η απώλεια του τόνου, η έκπτωση του συναισθηματικού και ενδοψυχικού βιώματος, η ελάττωση ή και απουσία ονειρικής ζωής, η λιγότερο ή περισσότερο εκτεταμένη διαταραχή των λειτουργιών του εγώ, των μηχανισμών άμυνας και του προσυνειδητού, και επομένως της δυνατότητας διατήρησης της συνοχής του ψυχισμού. Οι λειτουργίες του εγώ βρίσκονται αποκομμένες από τις ενορμητικές επενδύσεις του ασυνειδήτου. Σε αυτή την κατάσταση το ασυνείδητο, αναφέρει ο Marty (ο.π.), «δέχεται (ερεθισμούς ή διεγέρσεις) αλλά δεν εκπέμπει». Η ψυχική και νοητική λειτουργία χαρακτηρίζεται από την επανάληψη τυποποιημένων διεκπεραιωτικών δραστηριοτήτων, χωρίς προσωπικό ενδιαφέρον, χωρίς εσωτερικές συγκρούσεις καθώς έχει προκληθεί μία εξασθένιση της ενδοσυστημικής δυναμικής και της σχέσης μεταξύ των συστημάτων του ψυχικού οργάνου. Συχνά μία εικόνα φαινομενικά φυσιολογικής ή προσαρμοσμένης λειτουργίας καθιστά δυσδιάκριτη την υποβόσκουσα παθολογική διεργασία καθώς αυτή ανήκει σε μία δύσκολα τεκμηριωνόμενη κλινικά, σημειολογία του αρνητικού.
Οι θέσεις της θεωρίας του Marty, βασίζονται στην ψυχαναλυτική σκέψη και ιδίως στην οικονομική άποψη της ψυχικής λειτουργίας καθώς και στις ψυχαναλυτικές απόψεις για το τραύμα και την ενεστώσα νεύρωση. Συγχρόνως διαφοροποιείται σε αρκετά σημεία από την κλασική ψυχαναλυτική θεωρία προτείνοντας ορισμένες ιδιαίτερες και σημαντικές θέσεις.
Πρόκειται για θέσεις που απορρέουν από το αξίωμα ότι «ο άνθρωπος είναι εξ ορισμού ψυχοσωματικός» (Marty, 1990) και που χαρακτηρίζονται από τις απόψεις του μονισμού ψυχισμού και σώματος, της εξελικτικής προσέγγισης και του νεοβιταλισμού, θέτοντας στην βάση της σωματοψυχικής λειτουργίας μία ζωτική αρχή η οποία κινεί τις φυσικές διεργασίες της ζωής. Η εξελικτική και νεοβιταλιστική κατεύθυνση της ψυχοσωματικής του Marty, θέτει επομένως μία εξ αρχής τάση προς την εξέλιξη και μία συνεπαγόμενη τάση προοδευτικής οργάνωσης. Η δυναμική μορφή που θα προσλάβει κάθε ξεχωριστή σωματοψυχική οντότητα καθορίζεται τόσο από αυτές τις αρχικές εξελικτικές κινήσεις όσο και από τις αντίρροπες αντι-εξελικτικές ή εκφυλιστικές κινήσεις που οφείλονται στις εγγενείς ή εξωγενείς αποτυχίες της εξελικτικής πορείας, καθώς και, από τις κινήσεις αποδιοργάνωσης και παλινδρόμησης, συνθέτοντας έτσι ένα ατομικό «σύστημα αναφοράς και άμυνας» (Marty, 1976) – γύρω από τα σημεία κατάληξης των αποδιοργανωτικών κινήσεων.
Η ψυχοσωματική διερεύνηση και η ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση ασθενών με οργανικά νοσήματα, ανέδειξε την έκπτωση ή και την πλήρη απώλεια της ενδοψυχικής δυναμικής, δηλαδή υπό τους όρους της ψυχαναλυτικής μεταψυχολογίας, μία κατάρρευση της ψυχικής τοπικής. Σε αυτές τις περιπτώσεις η επικράτηση των αποδιοργανωτικών και εκφυλιστικών κινήσεων επί των κινήσεων εξέλιξης έχει ως αποτέλεσμα την επαναφορά της σωματοψυχικής οντότητας σε προηγούμενα στάδια εξέλιξης και απαρτίωσης των δομών και των λειτουργιών της, που αφορούν έως και βασικές βιολογικές λειτουργίες (όπως για παράδειγμα του ανοσοποιητικού συστήματος, ή της σπλαχνικής λειτουργίας) οι οποίες μπορεί τότε να παρουσιάσουν μόνιμες ή παροδικές βλάβες. Η εικόνα αυτής της ψυχοσωματικής αποδόμησης, μίας μορφής επομένως που χαρακτηρίζεται από ένα μικρότερο βαθμό απαρτίωσης συνοχής και συνολικής λειτουργικότητας, μπορεί να μας προτείνει μία εικόνα που υφίσταται στα αρχικά στάδια της εξέλιξης και επί των οποίων αναπτυξιακά δρουν οι αρχικές κινήσεις εξέλιξης και οργάνωσης.
Στο κλινικό επίπεδο της εξέτασης της ψυχοσωματικής λειτουργίας η μορφή στην οποία βασίσθηκε η διατύπωση των απόψεων της ψυχοσωματικής, εκφράζεται από τους όρους της χρηστικής ζωής (‘vie opératoire’), της χρηστικής σκέψης (‘pensé opératoire’) και της θεμελιώδους κατάθλιψης (‘dépression essentielle’). Η χρηστική σκέψη χαρακτηρίζεται από την καταστολή του συναισθήματος, την άρση των λιβιδινικών επενδύσεων, την υπερπροσαρμογή και την προσκόλληση στην εξωτερική πραγματικότητα, εις βάρος κάθε υποκειμενικού στοιχείου, η εμφάνιση και η έκφραση του οποίου μπορεί να προκαλέσουν μία τραυματογόνο αύξηση των ερεθισμών (Marty, 1980). Η θεμελιώδης κατάθλιψη (ο.π.). αντίθετα από τις άλλες κλινικές μορφές κατάθλιψης, χαρακτηρίζεται από μία σειρά αρνητικών συμπτωμάτων, ενώ απουσιάζει η θετική συμπτωματολογία των συναισθημάτων ενοχής, απαξίωσης ή άγχους απώλειας. Ως πρόδρομη σημειολογία εμφανίζονται κρίσεις διάχυτου (ελευθέρου) άγχους, συνήθως στην συνέχεια τραυματικών καταστάσεων οι οποίες επέφεραν μία αποδιοργάνωση του ψυχικού οργάνου. Μετά την ύφεση αυτών των τραυματικών αντιδράσεων και με την εγκατάσταση της θεμελιώδους κατάθλιψης, ακολουθεί η απώλεια του τόνου, η έκπτωση του συναισθηματικού και ενδοψυχικού βιώματος, η ελάττωση ή και απουσία ονειρικής ζωής, η λιγότερο ή περισσότερο εκτεταμένη διαταραχή των λειτουργιών του εγώ, των μηχανισμών άμυνας και του προσυνειδητού, και επομένως της δυνατότητας διατήρησης της συνοχής του ψυχισμού. Οι λειτουργίες του εγώ βρίσκονται αποκομμένες από τις ενορμητικές επενδύσεις του ασυνειδήτου. Σε αυτή την κατάσταση το ασυνείδητο, αναφέρει ο Marty (ο.π.), «δέχεται (ερεθισμούς ή διεγέρσεις) αλλά δεν εκπέμπει». Η ψυχική και νοητική λειτουργία χαρακτηρίζεται από την επανάληψη τυποποιημένων διεκπεραιωτικών δραστηριοτήτων, χωρίς προσωπικό ενδιαφέρον, χωρίς εσωτερικές συγκρούσεις καθώς έχει προκληθεί μία εξασθένιση της ενδοσυστημικής δυναμικής και της σχέσης μεταξύ των συστημάτων του ψυχικού οργάνου. Συχνά μία εικόνα φαινομενικά φυσιολογικής ή προσαρμοσμένης λειτουργίας καθιστά δυσδιάκριτη την υποβόσκουσα παθολογική διεργασία καθώς αυτή ανήκει σε μία δύσκολα τεκμηριωνόμενη κλινικά, σημειολογία του αρνητικού.